Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές προκλήσεις, κυρίως λόγω των συνεπειών της προηγούμενης κυβέρνησης. Το ομοσπονδιακό χρέος έχει φτάσει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια, δημιουργούμενο κυρίως από τα συνεχή ελλείμματα στον προϋπολογισμό. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ξεπερνά πλέον τις στρατιωτικές δαπάνες, απορροφώντας το 25% των φορολογικών εσόδων – ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 14,7% του 2023. Εάν αυτή η πορεία δεν αναστραφεί, οι ΗΠΑ κινδυνεύουν είτε με στάση πληρωμών είτε με εκτεταμένο υπερπληθωρισμό.
Η επιδείνωση των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών – δημόσιο χρέος, έλλειμμα προϋπολογισμού και εμπορικό έλλειμμα – θεωρείται διαχειρίσιμη μόνο εφόσον το δολάριο διατηρήσει τη θέση του ως κυρίαρχο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το πλεονέκτημα του δολαρίου είναι το χαμηλό κόστος διακράτησης και η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών. Ωστόσο, η σταθερότητα αυτή απειλείται από την επιδείνωση των εσωτερικών οικονομικών δεικτών.
Η κυβέρνηση Τραμπ, σε αυτή τη συγκυρία, δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής σταθερότητας και στη διατήρηση της διεθνούς ισχύος του δολαρίου. Η πολιτική της στρέφεται πλέον στο εσωτερικό, με στόχο τη μείωση δαπανών και την αποφυγή εξωτερικών επεμβάσεων. Παράλληλα, εντείνει τις κυρώσεις – ακόμη και με δασμούς έως και 100% – σε χώρες που προσπαθούν να απομακρυνθούν από το δολάριο, αποτρέποντας έτσι την αποδολαριοποίηση που θα μπορούσε να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την αμερικανική οικονομία.