Όπως επισημαίνει, η Γροιλανδία, αν και με μικρό πληθυσμό, κατέχει τεράστια γεωστρατηγική και οικονομική σημασία. Η δανική κυριαρχία στο νησί έχει βαθιές ιστορικές ρίζες – από τους Βίκινγκς μέχρι την αποικιοκρατία του 18ου αιώνα – και, παρά τις αυτονομίες των τελευταίων δεκαετιών, η Γροιλανδία παραμένει επισήμως τμήμα του Βασιλείου της Δανίας. Οι ΗΠΑ, με ενδιαφέρον που φτάνει πίσω στον 19ο αιώνα, έχουν ιστορικά επιδιώξει στρατηγική πρόσβαση στη Γροιλανδία, ιδιαίτερα σε περιόδους γεωπολιτικής έντασης όπως ο Ψυχρός Πόλεμος και η σημερινή σύγκρουση με Ρωσία-Κίνα.
Η βάση Thule και η εγγύτητα στο GIUK Gap καθιστούν το νησί κρίσιμο στρατιωτικό παρατηρητήριο. Επιπλέον, η κλιματική αλλαγή φέρνει στο προσκήνιο νέες εμπορικές οδούς και στρατηγικούς φυσικούς πόρους (σπάνιες γαίες, πετρέλαιο, ουράνιο), αυξάνοντας την παγκόσμια όρεξη για έλεγχο της περιοχής. Η ιδέα αγοράς της Γροιλανδίας από τον Τραμπ προκάλεσε αντιδράσεις. Εναλλακτικά, μια μορφή «ελεύθερης σύνδεσης» με τις ΗΠΑ, όπως εφαρμόζεται σε άλλα κράτη του Ειρηνικού, ίσως προσφέρει ένα πιο ισορροπημένο μοντέλο.
Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον της Γροιλανδίας πρέπει να αποφασιστεί δημοκρατικά από τους ίδιους τους κατοίκους της, χωρίς εξωτερικές πιέσεις ή παρεμβάσεις. Το νησί ενδέχεται να εξελιχθεί σε νέο γεωπολιτικό «σταυροδρόμι», και η στάση των μεγάλων δυνάμεων απέναντί του θα κρίνει πολλά για την παγκόσμια σταθερότητα του μέλλοντος.