Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί σημαντικό παίκτη στο παγκόσμιο εμπόριο, συμμετέχοντας κατά 18% στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Η Κίνα είναι ο κυρίαρχος προμηθευτής της ΕΕ, ενώ οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος προορισμός εξαγωγών. Το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα ανέρχεται στα 290 δισ. ευρώ, ενώ το πλεόνασμα με τις ΗΠΑ είναι περίπου 50 δισ. ευρώ. Η ΕΕ βρίσκεται μεταξύ δύο οικονομικών υπερδυνάμεων, που ανταγωνίζονται εμπορικά, και καλείται να χαράξει τη μελλοντική στρατηγική της.
Πιθανές στρατηγικές περιλαμβάνουν την οικονομική αναπροσαρμογή μέσω μείωσης της εξάρτησης από την Κίνα, τη διαφοροποίηση εμπορικών εταίρων με χώρες όπως η Ινδία και η Βραζιλία, και τη διατήρηση στρατηγικής ισορροπίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Η σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ προσφέρει πλεονεκτήματα όπως κοινές αξίες, πρόσβαση σε τεχνολογίες και προστασία από αθέμιτες κινεζικές πρακτικές. Ωστόσο, η ΕΕ πρέπει να διατηρήσει οικονομική αυτονομία και να μειώσει τους γεωπολιτικούς κινδύνους της εξάρτησης από την Κίνα, που εφαρμόζει οικονομικό εκβιασμό και κρατικές επιδοτήσεις.
Το αυξανόμενο χρέος των ΗΠΑ, που έφτασε τα 36,1 τρισ. δολάρια (123% του ΑΕΠ), δημιουργεί ανησυχίες για τη σταθερότητα της δυτικής οικονομίας. Η αντιμετώπιση του κινεζικού εμπορικού υπερπλεονάσματος μπορεί να γίνει μέσω συνεργασίας χωρών με μεγάλα ελλείμματα, όπως έγινε με την Ιαπωνία στη Συμφωνία της Πλάζας το 1985. Μια ισορροπημένη προσέγγιση από την ΕΕ, με διαφοροποίηση εφοδιαστικών αλυσίδων, σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ και ανάπτυξη νέων εμπορικών εταίρων, αποτελεί την πιο βιώσιμη στρατηγική.