Η συμφωνία αφορά τους φυσικούς πόρους και τις σπάνιες γαίες του ουκρανικού υπεδάφους και συνοδεύεται από συμβολικό και στρατηγικό μήνυμα ενότητας απέναντι στη Ρωσία. Το έγγραφο, έκτασης 11 σελίδων με 12 άρθρα και προοίμιο, προβλέπει τη σύσταση ενός Επενδυτικού Ταμείου Ανασυγκρότησης που θα λειτουργεί με απόλυτη ισότητα μεταξύ των δύο χωρών (50/50). Κάθε πλευρά θα έχει ίσα δικαιώματα ψήφου και καμία δεν θα κατέχει δεσπόζουσα θέση.
Η Ουκρανία διατηρεί την πλήρη ιδιοκτησία επί των ορυκτών πόρων, του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, ενώ η επιλογή των περιοχών για εξόρυξη θα γίνεται αποκλειστικά από την ουκρανική κυβέρνηση. Δεν προβλέπεται ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών, ούτε υποχρεώσεις αποπληρωμής προς τις ΗΠΑ. Το ταμείο θα κεφαλαιοποιείται από το 50% των κρατικών εσόδων από νέες άδειες εξόρυξης κρίσιμων υλικών και ενεργειακών πόρων, ενώ αποκλείονται τα υφιστάμενα έργα. Η συμφωνία δεν περιλαμβάνει φορολόγηση των εσόδων του ταμείου σε καμία από τις δύο χώρες, προκειμένου να ενθαρρυνθούν διεθνείς επενδύσεις.
Η DFC (Development Finance Corporation) των ΗΠΑ θα συμβάλει στην κινητοποίηση επενδύσεων και τεχνολογικής υποστήριξης από ΗΠΑ, ΕΕ και συμμάχους. Παράλληλα, εγκρίθηκε νέο πακέτο όπλων ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ουκρανία μέσω άμεσων εμπορικών πωλήσεων (Direct Commercial Sales), γεγονός που σηματοδοτεί αλλαγή πολιτικής από τον Τραμπ, καθώς δεν απαιτείται πλέον επιστροφή χρημάτων. Αυτές οι πωλήσεις, αν και λιγότερο προβεβλημένες, εγκρίνονται από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και αφορούν απευθείας συμφωνίες μεταξύ εργολάβων και του ουκρανικού κράτους.
Στη Μόσχα, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «ήττα για το Κίεβο», ισχυριζόμενος ότι η Ουκρανία πληρώνει με τον εθνικό της πλούτο. Παράλληλα, 72 Αμερικανοί γερουσιαστές υποστηρίζουν την τροπολογία Γκράχαμ-Μπλούμενταλ, η οποία προβλέπει σκληρότατες κυρώσεις αν η Ρωσία απορρίψει τις ειρηνευτικές προτάσεις Τραμπ.
Η συμφωνία αποτελεί ορόσημο για την ενίσχυση της ουκρανικής κυριαρχίας και τη διεθνή στήριξη προς το Κίεβο.