Όπως τονίζει η «σωστή πλευρά της ιστορίας» αποτελείται από ένα συνονθύλευμα μαρξιστών, μεταμοντερνιστών και εθνομηδενιστών. Το αντίπαλο δέος είναι οι ρωσοπουτινόφιλοι, ένας αμάλγαμα σοβιετόφιλων και θρησκόληπτων που αγνοούν την ταυτότητα της Ελληνικής Ορθοδοξίας.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πυροδότησε έναν φανατισμένο διάλογο, χωρίς νηφαλιότητα και ιστορική ανάλυση. Στην Ελλάδα αποσιωπάται η φιλοτουρκική στάση του Ζελένσκι, που στηρίζει την Άγκυρα, χωρίς να καταδικάζει την κατοχή της Κύπρου. Οι εγχώριοι υποστηρικτές του αγνοούν την πραγματικότητα.
Ο Ζελένσκι είναι αμφιλεγόμενος και αντίθετος στα ελληνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα οφείλει να ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική εντός του ευρωατλαντικού χώρου. Οι σύγχρονοι «Γκραμσιανοί» λειτουργούν ως στρατευμένοι προπαγανδιστές, θυμίζοντας τις ιδεοληψίες της Σοβιετίας.
Ο Ζελένσκι ύμνησε τον Κεμάλ και την Τουρκία, αλλά οι «επί χρήμασι εκδιδομένοι» αδιαφορούν.
Ο ανορθολογικός αντιαμερικανισμός κυριαρχεί στον ελληνικό δημόσιο διάλογο, πυροδοτούμενος από την κυβέρνηση Τραμπ, που προκάλεσε ανασφάλεια στις ελληνικές ελίτ. Οι επικριτές του συχνά παραβλέπουν τη στρατηγική σημασία της Ελλάδας στον ευρωατλαντικό χώρο, προτάσσοντας ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Η Ελλάδα, ως γεωπολιτικό προπύργιο της Δύσης, πρέπει να εντάσσεται στη νέα αμερικανική αρχιτεκτονική ασφάλειας, όχι ως εξαρτημένος σύμμαχος, αλλά με στρατηγικά ανταλλάγματα. Η αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αν και φθίνουσα, υπήρξε σταθεροποιητική δύναμη, και η αποχώρηση από το Αφγανιστάν το 2021 κατέδειξε αυτήν την αλλαγή.
Η realpolitik απαιτεί προσαρμογή στις νέες ισορροπίες, αποφεύγοντας διχαστικά αφηγήματα που αποδυναμώνουν την ελληνική θέση. Ο αντιαμερικανισμός υπονομεύει τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε μια εποχή εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ η χώρα οφείλει να παραμείνει ψύχραιμη και στρατηγικά ευέλικτη.